νικέλωση

νικέλωση
η
κάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα νικελίου, αλλ. επινικέλωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νικέλωση — η [νικελώνω] νικέλωμα …   Dictionary of Greek

  • νικέλωμα — το, ατος βλ. νικέλωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”